- στραβολέκα
- η обожжённый пастушеский посох
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στραβολέκα — η, Ν το γυριστό ποιμενικό ραβδί, η γκλίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραβός + λέκα, λ. αραβ. προελεύσεως (πρβλ. και το διαλ. στραβολέκατος «άνθρωπος με στρεβλό σώμα»)] … Dictionary of Greek